φαλαινίδα

φαλαινίδα
η, Ν
1. (αλιευτ.) μικρό, παλαιότερα ιστιοφόρο ή κωπήλατο και σήμερα μηχανοκίνητο, σκάφος που χρησιμοποιείται για την αλιεία τής φάλαινας
2. ναυτ. (παλαιότερα) ελαφρά, στενή και μεγάλου μήκους λέμβος τού πολεμικού ναυτικού προορισμένη για την εξυπηρέτηση τού κυβερνήτη πολεμικού πλοίου και τού επιτελείου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαινα + κατάλ. -ίδα (πρβλ. ναυαρχ-ίδα). Η λ., στον λόγιο τ. φαλαινίς, μαρτυρείται από το 1886 στον Αρ. Π. Κουρτίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”